αναιμόσαρκος

αναιμόσαρκος
ἀναιμόσαρκος, -ον (Α)
(για τον τζίτζικα) αυτός που έχει σάρκα άναιμη, δίχως αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναιμος + -σαρκος < σάρξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀναιμόσαρκε — ἀναιμόσαρκος with bloodless flesh masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άναιμος — η, ο (ΑΜ ἄναιμος, ον) αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος αρχ. αυτός που δεν χύνει αίμα (π. χ. «ἄναιμος νίκη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αιμος < αἷμα. ΠΑΡ. αναιμία αρχ. ἀναιμότης, ἀναιμωτί νεοελλ. αναιμικός. ΣΥΝΘ. ἀναιμόσαρκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”